- έκφυλος
- -η, -ο (AM ἔκφυλος, -ον)Ι. νεοελλ.1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα(«πνευματικά ἔκφυλος»)2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια3. ο ηθικά διεφθαρμένος, ακόλαστος, παραλυμένος4. αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο(«έκφυλα γούστα»)5. (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα6. το αρσ. ως ουσ. ο έκφυλοςερμαφρόδιτος, γύνανδρος, ανδρόγυνοςμσν.1. αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και πρέπον2. αντιπαθητικός3. (ειδ.) (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες τής ρητορικής τέχνηςαρχ.-μσν.1. ο ἔξω τής φυλής, ξένος, αλλόφυλος2. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράξενοςαρχ.1. τερατώδης, υπερφυής, αφύσικος2. φρικτός. II. επίρρ. εκφύλωςνεοελλ.με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένοαρχ.ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.
Dictionary of Greek. 2013.